- κοιμήματα
- κοίμημαsleepneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιμήματ' — κοιμήματα , κοίμημα sleep neut nom/voc/acc pl κοιμήματι , κοίμημα sleep neut dat sg κοιμήματε , κοίμημα sleep neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίμημα — κοίμημα, τὸ (Α) [κοιμώμαι] 1. το να κοιμάται κάποιος με άλλον, το πλάγιασμα 2. φρ. («κοιμήματά τ αὐτογέννητα» (για την Ιοκάστη με τον Οιδίποδα) η συγκοίμηση τής μητέρας με το τέκνο της (Σοφ.) … Dictionary of Greek